νυμφομανής

νυμφομανής
-ές
ιατρ. αυτός που πάσχει από νυμφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphomaniac < νύμφη + -μανής (< μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νυμφομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νυμφομανία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • μητρομανής — ές (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε μανής (πρβλ. ερωτο μανής, μυθο μανής, πυρο μανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • νυμφίδιο — το (Μ νυμφίδιον) [νύμφη] νεοελλ. 1. κορίτσι στην πρώιμη εφηβική ηλικία 2. νεαρή κοπέλα με έντονο ερωτισμό, νυμφομανής, ερωτομανής μσν. υποκορ. τού νύμφη …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • σεξομανής — ο, η, Ν ο μανιακός με το σεξ, μητρομανής, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεξ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”